Το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθετεί κατάλληλα κριτήρια προκειμένου να κρίνει κατά πόσο ένα μέλος είναι ανεξάρτητο. Στις ακόλουθες περιπτώσεις ενδεικτικά ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρείται ότι δεν είναι «ανεξάρτητο»:
(α) το μέλος κατέχει ή κατείχε εντολή ως εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας εντός του πεδίου εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης, εκτός εάν το μέλος δεν κατείχε τέτοιου είδους θέση κατά την προηγούμενη πενταετία·
(β) το μέλος κατέχει συμμετοχή ίση ή μεγαλύτερη του 5% στην Τράπεζα ή εκπροσωπεί συμφέροντα μετόχου που κατέχει συμμετοχή ίση ή μεγαλύτερη του 5%, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που ο μέτοχος είναι η Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος ή άλλος δημόσιος φορέας·
(γ) το μέλος έχει σημαντική χρηματοοικονομική ή επιχειρηματική σχέση με την Τράπεζα·
(δ) το μέλος είναι υπάλληλος του μετόχου ή συνδέεται με κάποιον άλλον τρόπο με μέτοχο που κατέχει ειδική συμμετοχή στην Τράπεζα·
(ε) το μέλος απασχολείται από οποιαδήποτε οντότητα που περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, εκτός εάν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
() το μέλος δεν ανήκει στο ανώτερο ιεραρχικό επίπεδο της οντότητας, το οποίο λογοδοτεί απευθείας στο Διοικητικό Συμβούλιο·
() το μέλος έχει εκλεγεί για να συμμετέχει στο διοικητικό όργανο της οντότητας στο πλαίσιο ενός συστήματος εκπροσώπησης των εργαζομένων·
(στ) το μέλος απασχολήθηκε κατά το παρελθόν σε θέση που ανήκε στο ανώτερο ιεραρχικό επίπεδο στην Τράπεζα ή σε άλλη οντότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησής του, στο πλαίσιο της οποίας λογοδοτούσε απευθείας μόνο στο διοικητικό όργανο και δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον 3 ετών μεταξύ της παύσης της εν λόγω απασχόλησης και της υπηρεσίας στο διοικητικό όργανο·
(ζ) το μέλος υπήρξε, εντός των τελευταίων 3 ετών, ανώτατο στέλεχος βασικού επαγγελματικού συμβούλου, εξωτερικός ελεγκτής ή βασικός εξωτερικός σύμβουλος της Τράπεζας ή άλλης οντότητας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης, ή υπάλληλος που με άλλον τρόπο συνδέεται ουσιωδώς με την παρεχόμενη υπηρεσία·
(η) το μέλος είναι ή υπήρξε, εντός του τελευταίου έτους, βασικός προμηθευτής ή βασικός πελάτης της Τράπεζας ή άλλης οντότητας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης ή είχε άλλη σημαντική επιχειρηματική σχέση, ή είναι ανώτερο στέλεχος ή με άλλον τρόπο άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένος με βασικό προμηθευτή, πελάτη ή εμπορική οντότητα που έχει σημαντική επιχειρηματική σχέση·
(θ) το μέλος λαμβάνει, πέραν των αποδοχών για τον ρόλο του και των αποδοχών για την απασχόλησή του σύμφωνα με το στοιχείο σημαντικές αμοιβές ή άλλες παροχές από την Τράπεζα ή από άλλη οντότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησής του·
(ι) το μέλος έχει συμπληρώσει συνολική θητεία ως μέλος του διοικητικού οργάνου της Τράπεζας για χρονικό διάστημα εννιά (9) ετών, σε συνεχή βάση ή μη·
(ια) είναι άτομο με στενή οικογενειακή ή προσωπική σχέση με μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας ή άλλης οντότητας που περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης ή με πρόσωπο το οποίο εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις που
αναφέρονται στα σημεία (α) έως (η).
(ιβ) Η αμοιβή ανεξάρτητου μέλους δεν θα πρέπει να είναι το μοναδικό εισόδημα του μέλους.
«Σημαντική επιχειρηματική σχέση» σημαίνει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω:
(α) την επιχειρηματική σχέση με προμηθευτή αγαθών ή πάροχο υπηρεσιών, λόγου χάριν νομικών υπηρεσιών, συμβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών σε σχέση με την τεχνολογία της πληροφορικής ή χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, που ενέχει συνολική οικονομική συναλλαγή, σε ενοποιημένο επίπεδο, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 100 χιλιάδων ευρώ ή ποσοστό της τάξης του 2% του ενοποιημένου κύκλου εργασιών του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους του προμηθευτή, οποιοδήποτε από τα δύο είναι μικρότερο,
(β) την επιχειρηματική σχέση με οργανισμούς που λαμβάνουν από την Τράπεζα ή τον Ομιλο Eurobank (o «Όμιλος») σημαντικές εισφορές (πέραν του 3% των ενοποιημένων εισοδημάτων του οργανισμού του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους),
(γ) τα άτομα ή οντότητες που ενεργούν ως οι εξωτερικοί ελεγκτές ή βασικοί εξωτερικοί νομικοί σύμβουλοι της Τράπεζας.